- βοηδρομώ
- βοηδρομῶ (-έω) (Α)1. τρέχω προς αυτόν που φωνάζει για βοήθεια, σπεύδω να βοηθήσω2. τρέχω κραυγάζοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < βοηδρόμος. Το ρ. βοηδρομώ σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθώ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοηδρομῶ — βοηδρομέω run to a cry for aid pres subj act 1st sg (attic epic doric) βοηδρομέω run to a cry for aid pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηδρόμωι — βοηδρόμῳ , βοήδρομος giving succour masc/fem/neut dat sg βοηδρόμῳ , βοηδρόμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηδρόμια — Βοηδρόμια, τα (Α) [βοηδρομώ] γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Απόλλωνος Βοηδρομίου … Dictionary of Greek
Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] … Dictionary of Greek